
Την περασμένη εβδομάδα ξέσπασε ξανά ο Τριανταπενταετής Πόλεμος. Εκατοντάδες άνθρωποι πέθαναν. Η αρθρογράφος του The New Yorker Μάσα Γκέσεν έγραψε σχετικά στο άρθρο «Το σκληρό τέλος του αγώνα για την ανεξαρτησία του Ναγκόρνο Καραμπάχ».
«Ο κόσμος, ο οποίος είχε επικεντρωθεί στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και στον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν πρόσεξε σχεδόν τίποτα. Στις 19 Σεπτεμβρίου, το Αζερμπαϊτζάν άρχισε να βομβαρδίζει πόλεις και στρατιωτικές βάσεις στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Σε λιγότερο από μια μέρα, η αυτοαποκαλούμενη δημοκρατία ουσιαστικά αφοπλίστηκε και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Τα ρωσικά στρατεύματα, που υποτίθεται ότι βρίσκονται εκεί για να αποτρέψουν μια τέτοια έξοδο, δεν έδειξαν σχεδόν καμία αντίσταση. Η πιο εξωφρενική ερμηνεία της κατάστασης είναι ότι ήρθαν ξαφνικά. Η λιγότερο συζητημένη εκδοχή είναι ότι η Ρωσία έδωσε τη συγκατάθεσή της στην επίθεση, ίσως με αντάλλαγμα μια στρατιωτική παρουσία στην περιοχή», σημείωσε η αρθρογράφος.
«Το Αζερμπαϊτζάν πέρασε από τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό σε μια μετασοβιετική δικτατορία με κυρίαρχη δυναστεία, λογοκρισία και ευρεία πολιτική καταστολή. Το Αζερμπαϊτζάν, μια από τις πρώτες πετρελαϊκές δυνάμεις στον κόσμο, έγινε επίσης σχετικά πλούσιο. Δημιούργησε διπλωματικούς, οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς με τη γειτονική Τουρκία και το Ισραήλ, τα οποία το Αζερμπαϊτζάν θεωρεί συμμάχους σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τον στενό γείτονα του Αζερμπαϊτζάν, το Ιράν», σημείωσε η Γκεσέν.