Δημοσιεύουμε ένα κείμενο του έγκριτου Ρώσου στρατιωτικού αναλυτή Γ. Κρούτικωφ, που δημοσιεύθηκε στις 8.3.21 στον ιστότοπο VZGLYAD, και στο οποίο παρουσιάζεται μεγάλο μέρος της αναφοράς του πρέσβη της ΕΣΣΔ στην Άγκυρα Σεργκέι Βινογκράντωφ, από τις 13 Φεβρουαρίου 1943. Το έγγραφο αποδεσμεύτηκε πρόσφατα από το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, και έχει τεράστια σημασία για την κατανόηση της τουρκικής πολιτικής κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στην αναφορά γίνεται εκτενής μεταφορά των όσων αποκάλυψε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μενεμεντσίογλου για τις επαφές που είχε η τουρκική ηγεσία με την Δύση και κυρίως με τον Τσώρτσιλ. Από τα όσα παραθέτει και από την αξιολόγηση του Ρώσου αναλυτή συνάγεται ότι:α. Η Τουρκία είχε σαφή φιλογερμανική στάση, ήδη πριν από την έκρηξη του πολέμου. Η τουρκική ελίτ υποκριτικά επέμεινε στην “ουδετερότητα” και ανέμενε ότι σε περίπτωση γερμανικής νίκης θα μπορούσε να ανασυστήσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, κάτι για το οποίο προφανώς είχε λάβει διαβεβαιώσεις από το Βερολίνο. β. Η Τουρκία θα εισερχόταν στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας σε περίπτωση νίκης της τελευταίας στο μέτωπο του Καυκάσου, που θα άνοιγε το δρόμο της κατάκτησης της Μέσης Ανατολής. γ. Οι Δυτικοί στην προσπάθειά τους να κερδίσουν με το μέρος τους την Τουρκία πρόσφεραν αφειδώς σύγχρονα στρατιωτικά μέσα, ακόμη και μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944, χωρίς ποτέ η Τουρκία να τα χρησιμοποιήσει κατά της Γερμανίας. δ. Οι Τούρκοι είχαν κατοχυρώσει, χωρίς να δεσμευτούν σε τίποτε, σε περίπτωση νίκης των συμμάχων, να έχουν λόγο στην διευθέτηση των μεταπολεμικών Βαλκανίων, και μάλιστα να στείλουν στρατό τουλάχιστον στην νότιο Βουλγαρία. ε. Η Μόσχα βάσει των πληροφοριών που είχε από την πρεσβεία της, βεβαιώθηκε για τις προθέσεις της Τουρκίας, και μετέφερε σημαντικό τμήμα του στρατού του Καυκάσου στην Κριμαία, για την εκδίωξη των Γερμανών, ενώ το στράτευμα που παρέμεινε πήρε θέσεις επίθεσης πλέον, κυρίως στην περιοχή της Ατζαρίας. στ. Η Τουρκία συμπεριελήφθη στην ομάδα των νικητών, με παρέμβαση της Δύσης, ως αντίβαρο προς τη Μόσχα, μέσω της εικονικής κήρυξης πολέμου κατά της Γερμανίας τον Φεβρουάριο του 1945.Καθώς στην γεωπολιτική υφίστανται σχεδόν αναλλοίωτες οι βασικές συνισταμένες, είναι περιττό να τονίσουμε τη αξία της γνώσης της τουρκικής στάσης της εποχής εκείνης για την κατανόηση της τρέχουσας πολιτικής της Άγκυρας. Άλλωστε, αυτός είναι ένας από τους λόγους που ένα τέτοιο κείμενο δημοσιεύεται σήμερα, στοχεύοντας σε πολλούς αποδέκτες.
του Γιεβγένι Κρούτικωφ
Ένας από τους κυριότερους κινδύνους κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου ήταν η πιθανότητα κάποιες χώρες, όπως η Τουρκία, να εισέλθουν στον πόλεμο στην πλευρά της Γερμανίας. Τα αποχαρακτηρισμένα αρχειακά έγγραφα δείχνουν με ποιο τρόπο η σοβιετική διπλωματία μπόρεσε να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα παρέμενε ουδέτερη – αν και αυτό ήταν αρκετά αμφίβολα.
Κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η σοβιετική διπλωματία έπρεπε να λύσει αρκετά, με την πρώτη ματιά, περιφερειακά ζητήματα, τα οποία, ωστόσο, δεν ήταν δευτερεύοντα. Φυσικά, από το καλοκαίρι του 1941, στο προσκήνιο ήταν τα θέματα του ανοίγματος του δεύτερου Μετώπου, και, στη συνέχεια, η συμφωνία με τους συμμάχους του συνασπισμού για τη μεταπολεμική παγκόσμια τάξη. Αυτό το πλέγμα των ζητημάτων θεωρείτο πλέον το κύριο έργο του σοβιετικού Υπουργείου Εξωτερικών κατά την περίοδο του πολέμου. Παράλληλα όμως υπήρχαν και λιγότερο γνωστά προβλήματα, τα οποία έπρεπε επίσης να επιλυθούν κατά καιρούς σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Μεταξύ αυτών των καθηκόντων ήταν ο καθορισμός της θέσης σε σχέση με τους συμμάχους της Γερμανίας, οι οποίοι διέφεραν μεταξύ τους στην εσωτερική δομή τους και στον βαθμό συμμετοχής στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό είναι ένα ξεχωριστό και σπάνια ερευνημένο θέμα. Ένα άλλο πρόβλημα: η συνεργασία με τις κυβερνήσεις, χωρών που είχε καταλάβει η Γερμανία αλλά και συμμαχικών της κρατών, που ήταν εξόριστες. Εκεί, επίσης, δεν πήγαιναν όλα ομαλά και όχι μόνο για τη σοβιετική διπλωματία. Είναι γνωστές οι συγκρούσεις μεταξύ του Τσώρτσιλ και του ντε Γκωλ, οι οποίες οδήγησαν σχεδόν σε ανοιχτό ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο ασυμβίβαστων πολιτικών. Ξεχωριστό υπήρξε το πολωνικό ζήτημα.
Μια άλλη ομάδα καθηκόντων ήταν η συνεργασία με ουδέτερες χώρες ή με χώρες που μόνο λόγω των περιστάσεων αποκαλούνταν «ουδέτερες», αλλά στην πράξη έτειναν σε φιλο-γερμανικές θέσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία απέκτησε ιδιαίτερη σημασία, η ηγεσία της οποίας ανοιχτά έδειχνε συμπάθεια προς τη Γερμανία μέχρι το τέλος του 1944, αλλά με ανατολίτικο πονηρό τρόπο προσπαθούσε να καθίσει ταυτόχρονα σε πολλές καρέκλες. Για τη Σοβιετική Ένωση, η παρουσία ενός ασταθούς και ενίοτε επιθετικού γείτονα στο νότιο μέτωπο αποτελούσε σαφή απειλή, για να μην αναφέρουμε το πρόβλημα των Στενών και των διαρκών συνοριακών διαφορών. Οι σχέσεις των συμμάχων με την Τουρκία συμπεριλήφθηκαν ως ξεχωριστό θέμα στην ημερήσια διάταξη των συνομιλιών των τριών ηγετών στην Τεχεράνη, καθώς και κατά τη συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των τριών συμμαχικών χωρών στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1943.
Στην πραγματικότητα, υπήρχαν μόνο τρεις τέτοιες ξεχωριστές, «προσωποποιημένες» περιπτώσεις στην ημερήσια διάταξη των συνομιλιών: Τουρκία, Ιταλία και Φινλανδία. Όσον αφορά τα ζητήματα των μεταπολεμικών σχέσεων με την Ιταλία και τη Φινλανδία απαιτήθηκαν χωριστές δηλώσεις. Το τουρκικό ζήτημα, όμως, ήταν αυτό που ανησυχούσε διαρκώς όλους.
Αρχικώς, ήταν ο Τσώρτσιλ που πήρε την πρωτοβουλία. Μια σχεδόν αστυνομική ιστορία, με την ανεπιτυχή προσπάθεια των Βρετανών και του Τσώρτσιλ προσωπικά να κερδίσει την Τουρκία με την πλευρά των Συμμάχων, εξελίχθηκε όπως θα το περιγράψουμε. Προτρέχοντας, ας πούμε μόνον ότι στη διάσκεψη της Τεχεράνης, ο Στάλιν, στην πρώτη του συνομιλία με τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ, δήλωσε ξεκάθαρα και κοφτά ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να επιτευχθεί η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο! Αυτό ωστόσο η αγγλοσαξονική διπλωματία δεν το κατανόησε.
Την συνέχεια διααστε στην πηγή: infognomonpolitics.gr